- ακατάχωστος
- -η, -ο [καταχώνω]αυτός που δεν έχει καταχωστεί, δεν έχει σκεπαστεί με χώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατάχωστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σκεπάστηκε από χώματα: Σε μερικά σημεία που το έδαφος ήταν πετρώδες υπήρχαν αρχαιότητες ακατάχωστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)